Και μετά με ρώτησε
-Τι βλέπεις εκεί που πάς;
…ωραία ερώτηση…
και έκλεισα τα μάτια
με φύσηξε ο αέρας...
αυτός ο ίδιος άνεμος
που δεν με αφήνει πουθενά να κάτσω για καιρό
σαν να ξέρει πόσο πρέπει να αφεθώ
πόσο να δεθώ...
και πόσο να δώσω...
ξύπνησα στο πριν
και ήταν αλλιώς...
….όπως παλιά...
σαν τότε που ήμουν πάλι στον αέρα...
...σαν ιδέα
και ήμουν εκεί χωρίς πολλά φώτα
χωρίς πολλά θέλω...
με ένα απαλό κίτρινο παντού...
με υπνώτιζε ο καπνός...
ο καπνός και το μυστήριο
και τα κορμιά... αυτά τα λάγνα
που ανεμίζονταν στον χορό
μύριζε αποπλάνηση...
και είχε ένα άρωμα σαν παλιά βαριά κολόνια
...σαν μυρωδιά απο θλιμμένα στενάχωρα στενά
μυρωδιά μπλεγμένη με μπαχαρικά...
μπαχαρικά και νύχτα...
μια νύχτα που γέμιζε χρώματα σιγά σιγά...
και ένας ήχος…
όχι ήχος
…μουσική
μουσική ανατολίτικη
σαγηνευτική
αυτή η πλανεύτρα...
και λίγα…
πολύ λίγα...
ελάχιστα...
σχεδόν τίποτα...
μα οι ματιές έντονες
βαθιές...
βαθιές...
...και τα χαμόγελα αληθινά...
αυθεντικά...
σχεδόν αφοπλιστικά
με το τίποτα αγκαλιά...
πόσο ζήλεψα την ανεμελιά...
της απλής ζωής την χαρά...
να, τι βλέπω εκεί που πάω...